- βρύχω
- βρύκωbitepres subj act 1st sgβρύκωbitepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρυχώ — βρυχῶ ( άω) (Μ) βρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεργ. του αρχ. βρυχώμαι*] … Dictionary of Greek
βρυχῶ — βρυχάομαι roar pres imperat mp 2nd sg βρυχάομαι roar imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
брыкаться — брыкать(ся) брык – межд., укр. брикати резво прыгать, бегать , польск. brykac – то же. Формы с другой ступенью чередования см. на брукать. Лит. briaukšt, brukšt – межд. со знач. хвать! шлеп! быстро схватить, хлопнуть, ударить , возм., также лит.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
брыкаться — брыкать(ся) брык – межд., укр. брикати резво прыгать, бегать , польск. brykac – то же. Формы с другой ступенью чередования см. на брукать. Лит. briaukšt, brukšt – межд. со знач. хвать! шлеп! быстро схватить, хлопнуть, ударить , возм., также лит.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
брюзга — брызгать, брюзжать, словин. břãždžic бушевать . Родственно лит. briauzgiù, briaũgzti болтать чепуху , briauzgà болтун , bruzgù, bruzgėti шуршать , но не с греч. βρῡχά̄ομαι реву, вою , которое я отношу к βρύχω скрежещу (зубами) ; см. грызу … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βρυχή — βρυχή, η (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. ο βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.] … Dictionary of Greek
βρυχίζω — και βρουχίζω (Μ βρυχίζω) Ι. βρυχιέμαι, μουγκρίζω νεοελλ. 1. (για άψυχα) θορυβώ υπερβολικά II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. πλημμυρίζω κάτι με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχώ*, αναλογικά κατά τα σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον… … Dictionary of Greek
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καταβρύχω — (Α) (για λιοντάρι) μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρύχω «δαγκώνω, τρίζω»] … Dictionary of Greek